θυραυλία — θυραυλίᾱ , θυραυλία living out of doors fem nom/voc/acc dual θυραυλίᾱ , θυραυλία living out of doors fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυραυλία — θυραυλία, ἡ (Α) [θύραυλος] 1. (για στρατιώτες ή για άγρια ζώα) η παραμονή έξω, ο καταυλισμός στο ύπαιθρο 2. (για εραστές) η αναμονή μπροστά στην πόρτα … Dictionary of Greek
θυραυλίᾳ — θυραυλίαι , θυραυλία living out of doors fem nom/voc pl θυραυλίᾱͅ , θυραυλία living out of doors fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυραυλίας — θυραυλίᾱς , θυραυλία living out of doors fem acc pl θυραυλίᾱς , θυραυλία living out of doors fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυραυλίαι — θυραυλία living out of doors fem nom/voc pl θυραυλίᾱͅ , θυραυλία living out of doors fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυραυλίαν — θυραυλίᾱν , θυραυλία living out of doors fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυραυλίαις — θυραυλία living out of doors fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αύλιος — αὔλιος, α, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αυλή ή στο μαντρί 2. φρ. «ἀστὴρ αὔλιος» ο αποσπερίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή. Πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένα σύνθετα με β συνθετικό το επίθ. αύλιος συμπίπτουν φωνητικά με αντίστοιχα σύνθετα… … Dictionary of Greek
θυραυλικός — θυραυλικός, ή, όν (Α) [θύραυλος] αυτός που αναφέρεται στη θυραυλία* … Dictionary of Greek
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek